Τα χρήματα αυτά θα επιβαρύνουν βεβαίως τον Έλληνα φορολογούμενο.
Έχει ενδιαφέρον ότι στο σκεπτικό της Απόφασης, όπως παρουσιάζεται στο σχετικό δελτίο Τύπου, το Δικαστήριο συνεκτίμησε και το γεγονός ότι η Ελλάδα επανειλημμένα παραβιάζει το θεμελιώδες ενωσιακό δίκαιο αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, αναφέρονται ενδεικτικά οι περιπτώσεις της Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (C-485/10), του Αφορολόγητου Αποθεματικού (C-354/10), της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. (C-263/12), της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας Α.Ε. (C-363/16) καθώς και της Ολυμπιακής Αεροπορίας (C-369/07).
Όλες αυτές οι υποθέσεις, πλην της Ολυμπιακής που είναι ελάχιστα παλαιότερη, αφορούν την τελευταία δεκαετία. Είναι προφανές ότι οι μεν πολιτικοί μας δεν διδάσκονται από το παρελθόν, οι δε ψηφοφόροι-φορολογούμενοι δεν ενδιαφέρονται αρκετά για το πώς διατίθενται τα χρήματα που πληρώνουν κάθε χρόνο. Η κοινή γνώμη ποτέ δεν έχει επαναστατήσει όταν ανακύπτουν αυτές οι περιπτώσεις. Αντιθέτως, φαίνεται να υποστηρίζει την κρατική ενίσχυση προβληματικών επιχειρήσεων – ας θυμηθούμε πόσο ισχυρές ήταν οι αντιδράσεις για την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής, όχι επειδή ενισχυόταν συστηματικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά επειδή θα έπαυε να είναι πλέον κρατική.
Η Ελλάδα είχε γνωστοποιήσει ήδη από το 2014 στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο μέσω δύο χωριστών διαγωνισμών (οι οποίοι είναι σε εξέλιξη, αλλά καρκινοβατούν). Μετά την ολοκλήρωση των δύο διαγωνισμών και ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων τους, η Λάρκο θα κηρυσσόταν σε πτώχευση και τα εναπομένοντα στοιχεία του ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Η Επιτροπή είχε κρίνει, αφενός, ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ότι το ζήτημα της ανάκτησης των επίμαχων ενισχύσεων δεν θα αφορά τους αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού. Έμενε να ολοκληρώσει η χώρα τους διαγωνισμούς.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα ωστόσο, εκκρεμεί επίσης και η έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) για την λειτουργία των εργοστασίων. Οι όροι της ΑΕΠΟ θα δεσμεύουν τον νέο ιδιοκτήτη, και αναμένεται να επιβάλουν την ανάγκη σημαντικών προσαρμογών στον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας, ώστε να τηρείται η περιβαλλοντική νομοθεσία. Αξίζει εδώ να αναδειχθεί η ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των όρων με τους οποίους λειτουργεί η εταιρεία όσο ανήκει στο Δημόσιο (που όπως φαίνεται είναι πιθανό να μην διασφαλίζουν την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας) και των όρων που θα επιβληθούν (και ορθώς) στον ιδιώτη μέτοχο.
Το Δικαστήριο αναφέρει και τα υπόλοιπα κριτήρια που οι δικαστές έλαβαν υπόψη τους για τον καθορισμό του ποσού των κυρώσεων, δηλαδή τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκειά της και την ικανότητα πληρωμής Ελλάδας. Ειδικά όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, το Δικαστήριο τονίζει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το σημαντικό ύψος του ποσού της μη ανακτηθείσας ενίσχυσης (περίπου €160 εκατ.), καθώς και το γεγονός ότι η αγορά σιδηρονικελίου είναι διασυνοριακή (η παράνομη ενίσχυση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και εκτός της χώρας). Επιπλέον, η διάρκεια της παράβασης είναι σημαντική: έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από την έκδοση της πρώτης απόφασης του Δικαστηρίου, το 2017, με την οποία είχε κριθεί ότι η Ελλάδα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά κρατικών ενισχύσεων.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό
Ανεξάρτητα από την περίπτωση της Λάρκο, για την οποία οι λόγοι κρατικής ενίσχυσης είναι άλλοι, υπάρχει ένα ζήτημα με τη δυνατότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών, και μάλιστα της βαριάς βιομηχανίας, να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τον ανταγωνισμό εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να τηρούν προδιαγραφές – για παράδειγμα στο ζήτημα των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων, της σταδιακής μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, στην εργασιακή νομοθεσία, στα συστήματα ασφαλείας, κ.α. – που δεν δεσμεύουν άλλες χώρες εκτός ΕΕ., και οι οποίες ενδεχομένως να τις καθιστούν πιο αδύναμες στον ανταγωνισμό (οι ελληνικές εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν και το αυξημένο κόστος δανεισμού). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της AncelorMittal στη Γαλλία, της μεγαλύτερης παραγωγού χάλυβα παγκοσμίως, η οποία περιορίζει σημαντικά τη δραστηριότητά της στη χώρα, μετά από πολυετείς προσπάθειες σύννομης παραμονής, επειδή ο ευρωπαϊκός κλάδος της δεν είναι πλέον ανταγωνιστικός.
Μία από τις ιδέες που έχουν συζητηθεί σε επίπεδο ΕΕ είναι η υποχρέωση των επιχειρήσεων τρίτων χωρών να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να μπορούν να διαθέτουν τα προϊόντα τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για τη λεγόμενη «εξαγωγή προδιαγραφών», μία στρατηγική που αρχικά είχε υιοθετηθεί στην περίπτωση της ανθρωπιστικής βοήθειας (με σχετική χαλαρότητα). Ωστόσο, η στρατηγική αυτή παρουσιάζει ορισμένα σοβαρά μειονεκτήματα στην περίπτωση της βιομηχανίας, με κυριότερα ότι δεν εξασφαλίζει το πώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα καθίστανται ανταγωνιστικές όταν δραστηριοποιούνται σε τρίτες αγορές, και το ότι δεν καλύπτει το σύνολο της αλυσίδας αξίας, αλλά μόνο του τελικού παραγωγού που διαθέτει το προϊόν στην αγορά. Είναι μία δύσκολη εξίσωση.
Όλες αυτές οι υποθέσεις, πλην της Ολυμπιακής που είναι ελάχιστα παλαιότερη, αφορούν την τελευταία δεκαετία. Είναι προφανές ότι οι μεν πολιτικοί μας δεν διδάσκονται από το παρελθόν, οι δε ψηφοφόροι-φορολογούμενοι δεν ενδιαφέρονται αρκετά για το πώς διατίθενται τα χρήματα που πληρώνουν κάθε χρόνο. Η κοινή γνώμη ποτέ δεν έχει επαναστατήσει όταν ανακύπτουν αυτές οι περιπτώσεις. Αντιθέτως, φαίνεται να υποστηρίζει την κρατική ενίσχυση προβληματικών επιχειρήσεων – ας θυμηθούμε πόσο ισχυρές ήταν οι αντιδράσεις για την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής, όχι επειδή ενισχυόταν συστηματικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά επειδή θα έπαυε να είναι πλέον κρατική.
Η Ελλάδα είχε γνωστοποιήσει ήδη από το 2014 στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο μέσω δύο χωριστών διαγωνισμών (οι οποίοι είναι σε εξέλιξη, αλλά καρκινοβατούν). Μετά την ολοκλήρωση των δύο διαγωνισμών και ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων τους, η Λάρκο θα κηρυσσόταν σε πτώχευση και τα εναπομένοντα στοιχεία του ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Η Επιτροπή είχε κρίνει, αφενός, ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ότι το ζήτημα της ανάκτησης των επίμαχων ενισχύσεων δεν θα αφορά τους αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού. Έμενε να ολοκληρώσει η χώρα τους διαγωνισμούς.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα ωστόσο, εκκρεμεί επίσης και η έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) για την λειτουργία των εργοστασίων. Οι όροι της ΑΕΠΟ θα δεσμεύουν τον νέο ιδιοκτήτη, και αναμένεται να επιβάλουν την ανάγκη σημαντικών προσαρμογών στον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας, ώστε να τηρείται η περιβαλλοντική νομοθεσία. Αξίζει εδώ να αναδειχθεί η ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των όρων με τους οποίους λειτουργεί η εταιρεία όσο ανήκει στο Δημόσιο (που όπως φαίνεται είναι πιθανό να μην διασφαλίζουν την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας) και των όρων που θα επιβληθούν (και ορθώς) στον ιδιώτη μέτοχο.
Το Δικαστήριο αναφέρει και τα υπόλοιπα κριτήρια που οι δικαστές έλαβαν υπόψη τους για τον καθορισμό του ποσού των κυρώσεων, δηλαδή τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκειά της και την ικανότητα πληρωμής Ελλάδας. Ειδικά όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, το Δικαστήριο τονίζει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το σημαντικό ύψος του ποσού της μη ανακτηθείσας ενίσχυσης (περίπου €160 εκατ.), καθώς και το γεγονός ότι η αγορά σιδηρονικελίου είναι διασυνοριακή (η παράνομη ενίσχυση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και εκτός της χώρας). Επιπλέον, η διάρκεια της παράβασης είναι σημαντική: έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από την έκδοση της πρώτης απόφασης του Δικαστηρίου, το 2017, με την οποία είχε κριθεί ότι η Ελλάδα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά κρατικών ενισχύσεων.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό
Ανεξάρτητα από την περίπτωση της Λάρκο, για την οποία οι λόγοι κρατικής ενίσχυσης είναι άλλοι, υπάρχει ένα ζήτημα με τη δυνατότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών, και μάλιστα της βαριάς βιομηχανίας, να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τον ανταγωνισμό εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να τηρούν προδιαγραφές – για παράδειγμα στο ζήτημα των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων, της σταδιακής μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, στην εργασιακή νομοθεσία, στα συστήματα ασφαλείας, κ.α. – που δεν δεσμεύουν άλλες χώρες εκτός ΕΕ., και οι οποίες ενδεχομένως να τις καθιστούν πιο αδύναμες στον ανταγωνισμό (οι ελληνικές εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν και το αυξημένο κόστος δανεισμού). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της AncelorMittal στη Γαλλία, της μεγαλύτερης παραγωγού χάλυβα παγκοσμίως, η οποία περιορίζει σημαντικά τη δραστηριότητά της στη χώρα, μετά από πολυετείς προσπάθειες σύννομης παραμονής, επειδή ο ευρωπαϊκός κλάδος της δεν είναι πλέον ανταγωνιστικός.
Μία από τις ιδέες που έχουν συζητηθεί σε επίπεδο ΕΕ είναι η υποχρέωση των επιχειρήσεων τρίτων χωρών να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να μπορούν να διαθέτουν τα προϊόντα τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για τη λεγόμενη «εξαγωγή προδιαγραφών», μία στρατηγική που αρχικά είχε υιοθετηθεί στην περίπτωση της ανθρωπιστικής βοήθειας (με σχετική χαλαρότητα). Ωστόσο, η στρατηγική αυτή παρουσιάζει ορισμένα σοβαρά μειονεκτήματα στην περίπτωση της βιομηχανίας, με κυριότερα ότι δεν εξασφαλίζει το πώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα καθίστανται ανταγωνιστικές όταν δραστηριοποιούνται σε τρίτες αγορές, και το ότι δεν καλύπτει το σύνολο της αλυσίδας αξίας, αλλά μόνο του τελικού παραγωγού που διαθέτει το προϊόν στην αγορά. Είναι μία δύσκολη εξίσωση.
Δημοσιεύθηκε στην Athens Voice στις 24/1/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου