Η υπογεννητικότητα είναι και σύμπτωμα μιας βαθύτερης κοινωνικής ανισότητας, όχι μόνο ζήτημα εισοδημάτων ή διαθέσιμων υποδομών
Σύμφωνα με τη μελέτη «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024» της Διανέοσις, στην Ελλάδα, οι άνθρωποι δηλώνουν ότι θέλουν να κάνουν 2,6 παιδιά, αλλά στην πράξη κάνουν 1,4. Ο βασικός λόγος που αναφέρουν για το γεγονός ότι κάνουν λιγότερα παιδιά από όσα επιθυμούν είναι οι οικονομικές δυσκολίες, με δεύτερο την έλλειψη υποδομών υποστήριξης και τρίτο τη δυσκολία συνδυασμού μητρότητας (όχι πατρότητας) και επαγγελματικής ζωής.
Και ενώ συζητάμε εκτενώς το πρόβλημα της υπογεννητικότητας – που δεν είναι μόνο ελληνικό – και υλοποιούνται παρεμβάσεις στο πεδίο της οικονομικής στήριξης ή των υποδομών, καθόλου δεν έχει συζητηθεί αυτό το fertility gap: η απόσταση δηλαδή μεταξύ του αριθμού των παιδιών που δηλώνουν οι άνθρωποι ότι θέλουν να κάνουν και αυτών που τελικά κάνουν.
Κάτι συμβαίνει μετά την πρώτη γέννα. Και αυτό που συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, είναι η σύγκρουση με την πραγματικότητα. Το να μεγαλώνεις ένα παιδί, όσο πολλές χαρές και να δίνει, έχει πραγματικό κόστος – σε χρήμα, βεβαίως, αλλά και σε χρόνο που δεν πληρώνεται και δεν ανανεώνεται, καθώς και ψυχολογικό κόστος. Και αυτό είναι κάτι που οι άνθρωποι το ανακαλύπτουν αφού γίνουν γονείς, γιατί τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει πραγματικά για την εμπειρία της γονεϊκότητας.
Αλλά δεν τη ζουν με τον ίδιο τρόπο μητέρες και πατέρες.
Πέρα από το οικονομικό κόστος για την ανατροφή ενός παιδιού – που ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ μέχρι την ενηλικίωση – οι μητέρες υφίστανται και μία μόνιμη μείωση των επαγγελματικών τους εισοδημάτων. Το λεγόμενο cost of motherhood είναι υπαρκτό: τα προσωπικά εισοδήματα των γυναικών μειώνονται από τη στιγμή που αποκτούν παιδί, και αυτό το μειονέκτημα παραμένει σε όλη τους την επαγγελματική διαδρομή. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αντίστοιχο cost of fatherhood – αντιθέτως, σύμφωνα με κάποιες μελέτες, η πατρότητα συνδέεται με αύξηση εισοδημάτων και επαγγελματικής αναγνώρισης (βλ. Fortune et infortune de la femme mariée, François de Singly, PUF 2004).
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Αγγλίας (ONS), πέντε χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, τα εισοδήματα των μητέρων μειώνονται κατά μέσο όρο κατά 1.051 λίρες τον μήνα σε σχέση με το προηγούμενο έτος πριν τη γέννα. Η μείωση συνεχίζεται και μετά το δεύτερο ή τρίτο παιδί. Αντίστοιχα ευρήματα ισχύουν και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Επιπρόσθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι γυναίκες εξακολουθούν να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο των οικιακών εργασιών. Περίπου το 79% των γυναικών μαγειρεύει ή κάνει οικιακές εργασίες καθημερινά, έναντι 34% των ανδρών. Στην Ελλάδα, το χάσμα είναι ακόμη μεγαλύτερο: 85% των γυναικών έναντι 16% των ανδρών. Οι γυναίκες επωμίζονται επίσης το ψυχικό φορτίο (mental load) – τον συντονισμό, τη μέριμνα για την οργάνωση του σπιτιού και για τη φροντίδα των παιδιών (και των ηλικιωμένων).
Στην Ευρώπη, το 93% των γυναικών ηλικίας 25-49 ετών με παιδιά κάτω των 18 ετών φρόντιζαν καθημερινά τα παιδιά τους, έναντι 69% των ανδρών (στοιχεία 2016). Οι μεγαλύτερη διαφορά παρατηρείται στην Ελλάδα (95% των γυναικών και 53% των ανδρών), ενώ η μικρότερη στη Σουηδία (96% και 90%).
Παρά ταύτα, όλες οι παρεμβάσεις που έχουν ανακοινωθεί για την αντιστροφή του δημογραφικού στοχεύουν στην άμβλυνση εξωτερικών προβλημάτων: στην οικονομική βοήθεια κυρίως και δευτερευόντως στη αύξηση των δομών στήριξης της οικογένειας, όπως οι βρεφικοί σταθμοί ή κάποιες (περιορισμένες) αλλαγές στην εργατική νομοθεσία. Όμως, η πραγματικότητα της καθημερινότητας του ζευγαριού και της μητρότητας είναι ένα εσωτερικό πρόβλημα της κάθε οικογένειας, που δύσκολα αντιμετωπίζεται με κρατικά μέτρα.
Το κράτος δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να παρέμβει στον τρόπο που μια οικογένεια οργανώνει την καθημερινότητά της – δεν μπορεί να πει στους πατέρες να αλλάζουν πάνες ή να πηγαίνουν στα ραντεβού του σχολείου. Αυτά ανήκουν στη σφαίρα του ιδιωτικού.
Μπορεί, όμως, να επηρεάσει το μέλλον.
Πώς;
- Με την προώθηση της ισότητας στα σχολεία, όχι ως αφηρημένης έννοιας αλλά ως συνειδητού στόχου για τις νεώτερες γενιές. Αυτό σημαίνει ενίσχυση της εκπαίδευσης για την ισότιμη κατανομή ρόλων και της αναγνώρισης της φροντίδας ως κοινής ευθύνης.
- Με την ένταξη του ζητήματος της ισότητας των γονεϊκών ρόλων στη δημόσια συζήτηση για το δημογραφικό. Γιατί δεν μπορούμε να αναφέρουμε συνεχώς ότι οι γυναίκες δεν θέλουν να κάνουν παιδιά (πολλοί προσθέτουν: από εγωισμό), χωρίς να μιλάμε για τις συνθήκες που τις αποθαρρύνουν, στο πλαίσιο ακριβώς της ελληνικής οικογένειας.
Αν δεν αναγνωρίσουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό ή υποδομών, αλλά βαθιά κοινωνικό και πολιτισμικό, δεν θα αντιμετωπίσουμε ποτέ πραγματικά την υπογεννητικότητα. Γιατί, πολύ απλά, δεν είναι ότι οι γυναίκες δεν θέλουν παιδιά – είναι ότι δεν θέλουν να «το ξαναπεράσουν».
Athens Voice, 6/11/2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου