Για να γίνουν δεκτοί ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες στις δομές που υπάρχουν γι αυτόν τον σκοπό, πρέπει να μην πάσχουν από φυματίωση και ψώρα. Το σχετικό θεσμικό πλαίσιο είναι βασιλικό διάταγμα του 1952, το οποίο ζει και βασιλεύει - αλλά είναι προφανώς εντελώς ξεπερασμένο. Εξάλλου, αυτές οι ασθένειες έχουν πρακτικά εκλείψει, και σε κάθε περίπτωση, είναι ιάσιμες.
Το ελληνικό κράτος όμως, σε πολλές περιπτώσεις (και όχι μόνο αναφορικά με το μεταναστευτικό), εξακολουθεί να εφαρμόζει διαδικασίες του προηγούμενου αιώνα, ή διαδικασίες που βασίζονται στις δικές του ιδιαιτερότητες, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα που ισχύει σε άλλες χώρες. Εξάλλου, πολλοί από εμάς μπορεί να έχουν βρεθεί στη θέση να τους ζητείται να προσκομίσουν ένα πιστοποιητικό από μία άλλη χώρα για να κάνουν μία δουλειά στην Ελλάδα, και αυτό το πιστοποιητικό να να μην εκδίδεται στην εν λόγω χώρα. Ή να μην μπορεί να εκδοθεί για απολύτως θεμιτούς και κατανοητούς λόγους - αλλά το ελληνικό κράτος είναι άκαμπτο:
Για παράδειγμα πολλές πρόσφυγες ενδιαφέρονται να εργαστούν σε υπάρχοντα δημόσια προγράμματα, όπως οι «νταντάδες της γειτονιάς» - μία σχετικά εύκολη (με την έννοια ότι δεν απαιτούνται ειδικές σπουδές) και προσβάσιμη εργασία. Όμως, για να γίνει δεκτή η αίτηση απαιτείται αντίγραφο ποινικού μητρώου. Πώς όμως να το προσκομίσει κάποια που προέρχεται από εμπόλεμη ή κατεστραμμένη χώρα; Η λύση δεν είναι να χαμηλώσουν τα στάνταρ, προφανώς, αλλά να υπάρξει ρεαλιστική, εφαρμόσιμη εναλλακτική που θα διασφαλίζει τους ωφελούμενους.
Αλλά και στην εκπαίδευση η εικόνα δεν είναι διαφορετική. Για να δεχθούμε φοιτητές από χώρες με τις οποίες δεν υπάρχουν ειδικές διμερείς συμφωνίες, πρέπει πρώτα να έχουν γίνει δεκτοί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τα πανεπιστήμια όμως δέχονται μόνο μέσω πανελληνίων εξετάσεων - οι οποίες γίνονται μόνο με φυσική παρουσία. Άρα δεν δεχόμαστε μετανάστες φοιτητές. Το σύστημα τούς αποκλείει από την είσοδο πριν καν ξεκινήσει η διαδικασία. Είναι κρίμα, ειδικά αν σκεφτούμε ότι το να σπουδάσει κάποιος σε μία χώρα τον κάνει διά βίου φίλο της. Είναι μία ήπια δύναμη διεθνούς επιρροής - αρκεί να δει κανείς πώς αισθάνονται οι απόφοιτοι ξένων πανεπιστημίων που επιστρέφουν στην Ελλάδα για τις χώρες στις οποίες σπούδασαν.
Καταρχήν είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το «μεταναστευτικό» δεν είναι το ίδιο με το «προσφυγικό», παρόλο που στον δημόσιο διάλογο οι λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά ως συνώνυμα. Η σύγχυση αυτή οδηγεί σε πολιτικές που μπλέκουν δύο διαφορετικά πλαίσια, δύο εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες, και αποπροσανατολίζουν τους πολίτες από την κατανόηση του θέματος.
Όμως η Ελλάδα δεν έχει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο και διαδικασίες για νόμιμη μετανάστευση από τρίτες χώρες. Το γεγονός αυτό οδηγεί τελικά σε «χειρότερο» μείγμα αφίξεων. Έρχονται παράνομα όσοι είναι πιο ριψοκίνδυνοι. Στη συνέχεια καταθέτουν αίτημα ασύλου, και σε δύο μήνες έχουν ΑΜΚΑ και ΑΦΜ. Άρα, για πολλούς είναι «πιο γρήγορο, πιο εύκολο και πιο φτηνό» (ειπώθηκε ακριβώς με αυτά τα λόγια) να εμφανιστούν ως πρόσφυγες.
Παρά το γεγονός ότι έρχονται οι πιο ριψοκίνδυνοι, η αίσθηση ότι «οι ξένοι» συμβάλλουν στην αύξηση της εγκληματικότητας δεν επιβεβαιώνεται από τις διεθνείς έρευνες. Η αίσθηση όμως είναι κατανοητή, γιατί οι περισσότεροι μετανάστες είναι άνδρες ως 30 ετών, ανήκουν δηλαδή σε μία δημογραφική ομάδα που έχει τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας γενικώς, ακόμα και μεταξύ των γηγενών. Δεν έρχονται γυναίκες 60 ετών - μία δημογραφική ομάδα που δεν φημίζεται για παραβατικότητά της.
Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο και η εφαρμογή του παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά των μεταναστευτικών πληθυσμών. Η εγκληματικότητα μεταξύ των μεταναστών είναι χαμηλότερη στη βόρεια Ιταλία από ό,τι στη νότια, όπως ακριβώς ισχύει και για τους γηγενείς. Στη βόρεια Ιταλία οι θεσμοί λειτουργούν αποτελεσματικότερα και οι νόμοι εφαρμόζονται, στη νότια υπάρχει η μαφία. Οι άνθρωποι λοιπόν, προσαρμόζονται στο περιβάλλον που βλέπουν. Είναι η θεωρία του σπασμένου παραθύρου: τα εμφανή σημάδια παραβατικότητας και κοινωνικής αναταραχής, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά, δημιουργούν περιβάλλον που γεννά αντίστοιχη συμπεριφορά, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί όσο δεν αντιμετωπίζεται.
Ένα ακόμη σημείο που συχνά παρανοείται είναι ότι δεν είναι αναγκαίο ένας μετανάστης να αποκτήσει την ιθαγένεια της χώρας στην οποία ζει. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν δεκαετίες στο εξωτερικό, διατηρώντας τα έγγραφα της χώρας καταγωγής τους. Η ένταξη δεν ταυτίζεται με την ιθαγένεια.
Σε κάθε περίπτωση όμως, οι χώρες δεν είναι υποχρεωμένες να δέχονται όποιον επιθυμεί να εγκατασταθεί σε αυτές. Μπορούν να επιβάλλουν κανόνες στα σύνορά τους και να θέτουν προϋποθέσεις. Αυτό δεν αναιρεί τον ανθρωπισμό, ούτε σημαίνει ότι κλείνονται οι πόρτες. Σημαίνει απλώς ότι μια χώρα έχει το δικαίωμα, αλλά και την ευθύνη, να διαχειρίζεται την είσοδο νέων πληθυσμών με τρόπο που να διασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας και την προστασία όλων όσοι ήδη ζουν σε αυτή.
Ωστόσο, μέσω της μετανάστευσης οι χώρες μπορούν να αποκτήσουν πλούτο, ενσωματώνοντας τους ανθρώπους που επιλέγουν να ζήσουν σε αυτές (και να εργαστούν, να κάνουν οικογένεια, να πληρώνουν φόρους και εισφορές...). Εδώ αξίζει να θυμόμαστε ότι η οικονομία δεν είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου ό,τι παίρνει ο ένας χάνει ο άλλος. Πιο πρακτικά, η ένταξη μεταναστών στην αγορά εργασίας δεν αφαιρεί θέσεις εργασίας από τους γηγενείς - αν και, όπως ειπώθηκε, όταν η ανεργία είναι στο 25% που είχε φτάσει στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης, είναι κυριάρχο πολιτικό ζητούμενο η εργασία των γηγενών.
Σε μία παλαιότερη εκδήλωση, ο Θάνος Βερέμης είχε αναφερθεί στους Αλβανούς που τις δεκαετίες του '90 και '00 είχαν έρθει στην Ελλάδα λέγοντας ότι «δεν είχαν τον θεό τους». Δηλαδή ότι ήταν πρακτικά άθεοι, και γι αυτό δεν δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να προσαρμοστούν. (Αντιμετώπισαν όμως πολύ ρατσισμό από την κοινωνία μας που δεν ήταν συνηθισμένη στους «ξένους»). Στη συζήτηση όμως του ΚΕΦΙΜ δεν αγγίχτηκε το σύγχρονο και σύνθετο ζήτημα της ενσωμάτωσης μουσουλμανικών πληθυσμών που έχουν ριζικά διαφορετική κουλτούρα από την εγχώρια. Όχι στο θρησκευτικό σκέλος μόνο, αλλά και στις αντιλήψεις για την κοινωνία, την ισότητα των φύλων, τις σεξουαλικές ταυτότητες, τις καθημερινές κοινωνικές νόρμες που διέπουν τη ζωή μας χωρίς να τις σκεφτόμαστε.
Αλλά προφανώς δεν ήταν μία συζήτηση που φιλοδοξούσε να καλύψει όλα τα θέματα γύρω από το μεταναστευτικό, ούτε είχε όλες τις απαντήσεις. Έγινε όμως με ειλικρίνεια, θάρρος και ρεαλισμό. Και με επίγνωση ότι το μεταναστευτικό απαιτεί σοβαρή σκέψη, ενημερωμένο δημόσιο διάλογο και θεσμικές λύσεις που να ανταποκρίνονται στον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.
Στην εκδήλωση μίλησαν με αλφαβητική σειρά οι:
Μελίνα Δασκαλάκη, Δικηγόρος, Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦΙΜ
Νικόδημος-Μάινα Κινύουα, Ιδρυτής της ΜΚΟ ASANTE
Μάνος Λογοθέτης, Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής
Πέτρος Μάστακας, Εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR)
Νίκος Ρώμπαπας, Πρόεδρος του ΚΕΦΙΜ
Για παράδειγμα πολλές πρόσφυγες ενδιαφέρονται να εργαστούν σε υπάρχοντα δημόσια προγράμματα, όπως οι «νταντάδες της γειτονιάς» - μία σχετικά εύκολη (με την έννοια ότι δεν απαιτούνται ειδικές σπουδές) και προσβάσιμη εργασία. Όμως, για να γίνει δεκτή η αίτηση απαιτείται αντίγραφο ποινικού μητρώου. Πώς όμως να το προσκομίσει κάποια που προέρχεται από εμπόλεμη ή κατεστραμμένη χώρα; Η λύση δεν είναι να χαμηλώσουν τα στάνταρ, προφανώς, αλλά να υπάρξει ρεαλιστική, εφαρμόσιμη εναλλακτική που θα διασφαλίζει τους ωφελούμενους.
Αλλά και στην εκπαίδευση η εικόνα δεν είναι διαφορετική. Για να δεχθούμε φοιτητές από χώρες με τις οποίες δεν υπάρχουν ειδικές διμερείς συμφωνίες, πρέπει πρώτα να έχουν γίνει δεκτοί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τα πανεπιστήμια όμως δέχονται μόνο μέσω πανελληνίων εξετάσεων - οι οποίες γίνονται μόνο με φυσική παρουσία. Άρα δεν δεχόμαστε μετανάστες φοιτητές. Το σύστημα τούς αποκλείει από την είσοδο πριν καν ξεκινήσει η διαδικασία. Είναι κρίμα, ειδικά αν σκεφτούμε ότι το να σπουδάσει κάποιος σε μία χώρα τον κάνει διά βίου φίλο της. Είναι μία ήπια δύναμη διεθνούς επιρροής - αρκεί να δει κανείς πώς αισθάνονται οι απόφοιτοι ξένων πανεπιστημίων που επιστρέφουν στην Ελλάδα για τις χώρες στις οποίες σπούδασαν.
Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα ακούστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα σε μία ανοιχτή συζήτηση για το Μεταναστευτικό, με αφορμή ένα νέο policy paper του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών. Στην εκδήλωση συμμετείχαν άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί πρακτικά με το θέμα, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων από το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, και ειδικών που εργάζονται καθημερινά στο πεδίο.
Όλοι ανέδειξαν ενδιαφέροντα και συχνά αποκαλυπτικά σημεία, κι επειδή το ζήτημα είναι πάντα στην επικαιρότητα, αξίζει να δούμε ακόμα κάποια από αυτά:
Καταρχήν είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το «μεταναστευτικό» δεν είναι το ίδιο με το «προσφυγικό», παρόλο που στον δημόσιο διάλογο οι λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά ως συνώνυμα. Η σύγχυση αυτή οδηγεί σε πολιτικές που μπλέκουν δύο διαφορετικά πλαίσια, δύο εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες, και αποπροσανατολίζουν τους πολίτες από την κατανόηση του θέματος.
Όμως η Ελλάδα δεν έχει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο και διαδικασίες για νόμιμη μετανάστευση από τρίτες χώρες. Το γεγονός αυτό οδηγεί τελικά σε «χειρότερο» μείγμα αφίξεων. Έρχονται παράνομα όσοι είναι πιο ριψοκίνδυνοι. Στη συνέχεια καταθέτουν αίτημα ασύλου, και σε δύο μήνες έχουν ΑΜΚΑ και ΑΦΜ. Άρα, για πολλούς είναι «πιο γρήγορο, πιο εύκολο και πιο φτηνό» (ειπώθηκε ακριβώς με αυτά τα λόγια) να εμφανιστούν ως πρόσφυγες.
Παρά το γεγονός ότι έρχονται οι πιο ριψοκίνδυνοι, η αίσθηση ότι «οι ξένοι» συμβάλλουν στην αύξηση της εγκληματικότητας δεν επιβεβαιώνεται από τις διεθνείς έρευνες. Η αίσθηση όμως είναι κατανοητή, γιατί οι περισσότεροι μετανάστες είναι άνδρες ως 30 ετών, ανήκουν δηλαδή σε μία δημογραφική ομάδα που έχει τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας γενικώς, ακόμα και μεταξύ των γηγενών. Δεν έρχονται γυναίκες 60 ετών - μία δημογραφική ομάδα που δεν φημίζεται για παραβατικότητά της.
Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο και η εφαρμογή του παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά των μεταναστευτικών πληθυσμών. Η εγκληματικότητα μεταξύ των μεταναστών είναι χαμηλότερη στη βόρεια Ιταλία από ό,τι στη νότια, όπως ακριβώς ισχύει και για τους γηγενείς. Στη βόρεια Ιταλία οι θεσμοί λειτουργούν αποτελεσματικότερα και οι νόμοι εφαρμόζονται, στη νότια υπάρχει η μαφία. Οι άνθρωποι λοιπόν, προσαρμόζονται στο περιβάλλον που βλέπουν. Είναι η θεωρία του σπασμένου παραθύρου: τα εμφανή σημάδια παραβατικότητας και κοινωνικής αναταραχής, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά, δημιουργούν περιβάλλον που γεννά αντίστοιχη συμπεριφορά, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί όσο δεν αντιμετωπίζεται.
Ένα ακόμη σημείο που συχνά παρανοείται είναι ότι δεν είναι αναγκαίο ένας μετανάστης να αποκτήσει την ιθαγένεια της χώρας στην οποία ζει. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν δεκαετίες στο εξωτερικό, διατηρώντας τα έγγραφα της χώρας καταγωγής τους. Η ένταξη δεν ταυτίζεται με την ιθαγένεια.
Σε κάθε περίπτωση όμως, οι χώρες δεν είναι υποχρεωμένες να δέχονται όποιον επιθυμεί να εγκατασταθεί σε αυτές. Μπορούν να επιβάλλουν κανόνες στα σύνορά τους και να θέτουν προϋποθέσεις. Αυτό δεν αναιρεί τον ανθρωπισμό, ούτε σημαίνει ότι κλείνονται οι πόρτες. Σημαίνει απλώς ότι μια χώρα έχει το δικαίωμα, αλλά και την ευθύνη, να διαχειρίζεται την είσοδο νέων πληθυσμών με τρόπο που να διασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας και την προστασία όλων όσοι ήδη ζουν σε αυτή.
Ωστόσο, μέσω της μετανάστευσης οι χώρες μπορούν να αποκτήσουν πλούτο, ενσωματώνοντας τους ανθρώπους που επιλέγουν να ζήσουν σε αυτές (και να εργαστούν, να κάνουν οικογένεια, να πληρώνουν φόρους και εισφορές...). Εδώ αξίζει να θυμόμαστε ότι η οικονομία δεν είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου ό,τι παίρνει ο ένας χάνει ο άλλος. Πιο πρακτικά, η ένταξη μεταναστών στην αγορά εργασίας δεν αφαιρεί θέσεις εργασίας από τους γηγενείς - αν και, όπως ειπώθηκε, όταν η ανεργία είναι στο 25% που είχε φτάσει στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης, είναι κυριάρχο πολιτικό ζητούμενο η εργασία των γηγενών.
Σε μία παλαιότερη εκδήλωση, ο Θάνος Βερέμης είχε αναφερθεί στους Αλβανούς που τις δεκαετίες του '90 και '00 είχαν έρθει στην Ελλάδα λέγοντας ότι «δεν είχαν τον θεό τους». Δηλαδή ότι ήταν πρακτικά άθεοι, και γι αυτό δεν δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να προσαρμοστούν. (Αντιμετώπισαν όμως πολύ ρατσισμό από την κοινωνία μας που δεν ήταν συνηθισμένη στους «ξένους»). Στη συζήτηση όμως του ΚΕΦΙΜ δεν αγγίχτηκε το σύγχρονο και σύνθετο ζήτημα της ενσωμάτωσης μουσουλμανικών πληθυσμών που έχουν ριζικά διαφορετική κουλτούρα από την εγχώρια. Όχι στο θρησκευτικό σκέλος μόνο, αλλά και στις αντιλήψεις για την κοινωνία, την ισότητα των φύλων, τις σεξουαλικές ταυτότητες, τις καθημερινές κοινωνικές νόρμες που διέπουν τη ζωή μας χωρίς να τις σκεφτόμαστε.
Αλλά προφανώς δεν ήταν μία συζήτηση που φιλοδοξούσε να καλύψει όλα τα θέματα γύρω από το μεταναστευτικό, ούτε είχε όλες τις απαντήσεις. Έγινε όμως με ειλικρίνεια, θάρρος και ρεαλισμό. Και με επίγνωση ότι το μεταναστευτικό απαιτεί σοβαρή σκέψη, ενημερωμένο δημόσιο διάλογο και θεσμικές λύσεις που να ανταποκρίνονται στον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.
Στην εκδήλωση μίλησαν με αλφαβητική σειρά οι:
Μελίνα Δασκαλάκη, Δικηγόρος, Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦΙΜ
Νικόδημος-Μάινα Κινύουα, Ιδρυτής της ΜΚΟ ASANTE
Μάνος Λογοθέτης, Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής
Πέτρος Μάστακας, Εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR)
Νίκος Ρώμπαπας, Πρόεδρος του ΚΕΦΙΜ
Athens Voice, 24/11/2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου