Συνήθως όταν μιλάμε για τις γυναίκες
στην αγορά εργασίας, αναφερόμαστε στα συγκλονιστικά ποσοστά ανεργίας που τις
πλήττουν. Πράγματι, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (27,6%) στη χώρα μας είναι
σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (23,3%). Μάλιστα στις ηλικίες 15-24 ετών, το
65,0% των οικονομικά ενεργών γυναικών είναι άνεργες.
Αξίζει όμως να δούμε προσεκτικά κι
έναν άλλο δείκτη, που φανερώνει κατά την άποψή μου μία διαχρονική παθογένεια
της ελληνικής πραγματικότητας, ανεξάρτητη από την κρίση: Το ποσοστό απασχόλησης
των γυναικών ηλικίας 15-64 ετών στην Ελλάδα, με στοιχεία του ΟΟΣΑ του 2011,
ανέρχεται στο 45,1%. Πρόκειται για το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ όλων των χωρών
του ΟΟΣΑ – ακολουθούν το Μεξικό (43,5%) και η Τουρκία (μόλις 27,8%). Ο μέσος
όρος είναι σχεδόν δέκα μονάδες υψηλότερος, ανέρχεται στο 56,7%, ενώ το
μεγαλύτερο ποσοστό από όλες τις υπό εξέταση χώρες το συναντάμε στην Ισλανδία,
όπου το 77,3% των γυναικών εργάζονται.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μέσος όρος
είναι σχεδόν είκοσι ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος, στο 62,3%. Αυτό συμβαίνει
παρόλο που την τελευταία εικοσαετία η γυναικεία απασχόληση έχει αυξηθεί κατά
20% περίπου στην Ελλάδα.
Διαχρονικά λοιπόν, η ελληνική
κοινωνία υποαξιοποιεί ένα μεγάλο τμήμα του φυσικού ταλέντου που διαθέτει αλλά
και της επένδυσης που έχει κάνει στην εκπαίδευση των γυναικών. Ωστόσο, κλειδί
για την ανάπτυξη της οικονομίας στα επόμενα χρόνια είναι η αύξηση της
απασχόλησής των. Αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν οι ανεπτυγμένες χώρες,
αυτός είναι και που επιλέγουν οι υπό ανάπτυξη χώρες. Η αποχή από την αγορά
εργασίας, ή η μειωμένη συμμετοχή, είναι σπατάλη για ένα κράτος. Μάλιστα, το
μέγεθος του ΑΕΠ κάθε χώρας συσχετίζεται θετικά με τον δείκτη ισότητας, ειδικά
δε όταν αυτός περιλαμβάνει παραμέτρους σχετικές με την πρόσβαση και τη συμμετοχή
στην αγορά εργασίας: όσο μεγαλύτερο το ΑΕΠ, τόσο μεγαλύτερη η ισότητα των φύλων
(αν και η σχέση αιτίας-αιτιατού, αποκλειστικά είτε προς τη μία είτε προς την
άλλη κατεύθυνση, δύσκολα αποδεικνύεται). Τέτοιοι δείκτες ισότητας δημοσιεύονται
τακτικά από διάφορους οργανισμούς, όπως για παράδειγμα την ίδια της ΕΕ και το
Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, στις κατατάξεις των οποίων η Ελλάδα βρίσκεται στην
25η και στην 22η θέση αντιστοίχως, μεταξύ 25 χωρών
(2009).
Αναλύοντας όμως περισσότερο τα
ποσοστά, βλέπουμε ότι η απασχόληση των
γυναικών μειώνεται όσο περισσότερα παιδιά αποκτούν, ενώ αντιθέτως
αυξάνεται για τους άνδρες (το ίδιο συμβαίνει και με τις αποδοχές των δύο
φύλων). Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το φαινόμενο αυτό είναι πιο
εμφανές στην Ελλάδα και σε κάποιες άλλες μεσογειακές χώρες. Η φροντίδα των
παιδιών σε μεγάλο βαθμό είναι γυναικεία υπόθεση, της μητέρας ή της γιαγιάς. Καθώς
μάλιστα με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης όλο και περισσότεροι
αποκτούν εγγόνια ενώ εργάζονται, η κατάσταση δυσκολεύει περαιτέρω για τις νέες
οικογένειες και επιβαρύνει περισσότερο τις μητέρες, που αποχωρούν από την αγορά
εργασίας.
Γνωρίζουμε όλοι επίσης ότι το ίδιο
συμβαίνει και με τη φροντίδα των ηλικιωμένων και των αρρώστων. Όταν
παρουσιαστεί ανάγκη για τέτοιες υπηρεσίες, σχεδόν αυτόματα θεωρείται ότι τον
ρόλο θα τον αναλάβει μία γυναίκα, μητέρα ή κόρη, η οποία όμως συχνά έτσι σταματά
να δουλεύει. Έτσι, καθώς ο πληθυσμός της χώρας γερνάει, ο κίνδυνος όλο και
περισσότερες γυναίκες να αναγκαστούν να αποχωρήσουν από την αγορά εργασίας λόγω
έλλειψης υποδομών για τον σκοπό αυτό είναι πολύ μεγάλος.
Οι Ελληνίδες δεν προτιμούν να μένουν
στο σπίτι τους: σε σχετική έρευνα της Eurostat το 2007, πάνω από το 60% αυτών που
δεν εργάζονταν ή εργάζονταν πολύ λίγες ώρες την εβδομάδα, δήλωσαν ότι
βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση όχι από επιλογή, αλλά επειδή δεν υπάρχουν
αρκετές υποδομές φροντίδας και υποστήριξης των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Η είσοδος και παραμονή των γυναικών
στην αγορά εργασίας πρέπει να είναι ένας από τους στόχους της προσπάθειας
ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της χώρας που γίνεται σήμερα. Δεν περισσεύει καμία
και κανένας σε αυτή την προσπάθεια. Ο διάλογος πρέπει να ανοίξει, για την
αναβάθμιση του ρόλου της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία.
Η Δράση έχει ετοιμάσει ένα σύνολο
προτάσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Μερικές από αυτές έχουν ξαναειπωθεί - όπως
για παράδειγμα η αύξηση των υποδομών φροντίδας μικρών και πολύ μικρών παιδιών
και η διεύρυνση του ωραρίου και της περιόδου λειτουργίας των - αλλά για χρόνια
παραμένουν απλώς προτάσεις, καθώς καμία από τις κυβερνήσεις δεν είχε ως
προτεραιότητα τη βελτίωση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στην αγορά
εργασίας. Άλλες είναι ιδιαίτερα καινοτόμες, όπως αυτές για ένα νέο σχήμα αδειών
εγκυμοσύνης, λοχείας και ανατροφής παιδιών. Πρέπει επιτέλους να ξεφύγουμε από
την λογική των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, της γυναίκας-δεκανίκι του ατελούς
κοινωνικού κράτους, και των παροχών που, ενώ φαινομενικά την υποστηρίζουν, στην
πράξη υπονομεύουν τις πιθανότητές της να εργαστεί και να αναπτυχθεί
επαγγελματικά επί ίσοις όροις με τους άνδρες συναδέλφους της.
Παρά το
υψηλό ποσοστό ανεργίας, πρέπει σήμερα να αρχίσουμε όχι μόνο να συζητούμε, αλλά
και να σχεδιάζουμε το αύριο στην αγορά εργασίας. Απελευθερώνοντας τις γυναίκες
από τις υποστηρικτικές άμισθες δραστηριότητες που υποχρεώνονται να κάνουν (και
που όλες, εκτός προφανώς του θηλασμού, μπορούν να γίνουν και από οποιονδήποτε
τρίτο), με μικρή δαπάνη, μπορούμε να έχουμε πολλαπλάσιο θετικό αποτέλεσμα,
καθώς όλο και περισσότερες μπορούν να επιλέξουν να δραστηριοποιηθούν
επαγγελματικά και να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, όχι πλέον μόνο μέσα από
τον ρόλο της μητέρας. Ταυτόχρονα, αυξάνεται και η απασχόληση συνολικά, και
μάλιστα η γυναικεία απασχόληση, καθώς τα επαγγέλματα «φροντίδας» παραδοσιακά
ασκούνται από γυναίκες.
(Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 11/5/2013 στην Athens Voice)