Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την
ίδρυση του πρώτου δημοτικού ραδιοφώνου, που έσπασε το μονοπώλιο της κυβέρνησης
στην ενημέρωση, υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας εκατοντάδες δημοτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί. Θεωρούνται "ελεύθεροι"
και "ανεξάρτητοι", επειδή δεν ελέγχονται από την κεντρική εξουσία και
δεν υπηρετούν συμφέροντα ιδιωτών χρηματοδοτών (ιδιοκτητών και διαφημιζομένων). Επειδή
δεν ενδιαφέρονται για το τόσο διαμονοποιημένο κέρδος (και μπορούν να
λειτουργούν δημιουργώντας ελλείμματα), θεωρείται επίσης ότι παρέχουν
ποιοτικότερο πρόγραμμα από τους ιδιωτικούς σταθμούς (οι οποίοι πάντως θα κλείσουν
αν «δεν βγαίνουν»).
Περιέργως, δεν τίθεται στον δημόσιο
διάλογο το ερώτημα, γιατί η δημοτική ραδιοφωνία και η τηλεόραση θεωρούνται
ελεύθερες και από τον έλεγχο της δημοτικής εξουσίας. Είναι οι δημοσιογράφοι που
εργάζονται στο ευρύτερο Δημόσιο σώνει και καλά πιο ανεξάρτητοι και καλύτεροι -
ενώ δεν υφίστανται, ως υπάλληλοι του ευρύτερου Δημοσίου, καμία αξιολόγηση;
Το κυριότερο ερώτημα όμως είναι,
χρειαζόμαστε πράγματι δημοτικό ραδιόφωνο και τηλεόραση, σε μία χώρα που έχει
χρεοκοπήσει, που δεν έχει επαρκείς θέσεις σε δημοτικούς παιδικούς σταθμούς για
όλα τα παιδάκια και χρωστά σχεδόν δύο φορές το διαρκώς συρρικνούμενο ετήσιο ΑΕΠ
της; Πλέον, οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί είναι τόσοι πολλοί που όλες
οι ποιοτικές αποχρώσεις είναι διαθέσιμες. Μέσω δε του διαδικτύου, μπορούμε
πραγματικά να ακούσουμε και να δούμε ό,τι θέλει ο καθένας – για παράδειγμα το
«ψαγμένο» γαλλικό Radio Classique, που ανήκει στον ιδιωτικό όμιλο LVMH, κάποιο από τα δεκάδες ραδιόφωνα της Βενεζουέλας που μεταφέρουν απ’ ευθείας τον παλμό της «επανάστασης»,
ή την εξαιρετική γαλλογερμανική δημόσια τηλεόραση arte.
Ας δεχθούμε όμως ότι στην Ελλάδα δεν
υπάρχει ιδιώτης που θα επενδύσει στην παραγωγή ποιοτικού προγράμματος, επειδή
το αναμενόμενο όφελος είναι πολύ μικρό, λόγω του ότι δεν υπάρχει μεγάλο κοινό
(πόσο προσβλητική είναι αυτή η παραδοχή για το κοινό;). Επομένως, για την
αναβάθμιση της ποιότητας του συνολικού διαθέσιμου προϊόντος, είναι απαραίτητη η
εκπομπή ραδιοφωνικού ή/και τηλεοπτικού προγράμματος από δημόσιο φορέα.
Με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει
αυτό;
Στη χώρα μας έχουμε επιλέξει τη
δημιουργία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών από δημόσιους φορείς: την
ιδιοκτησία και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων και των μηχανημάτων, την πρόσληψη
των υπαλλήλων, την παραγωγή των εκπομπών.
Η επιλογή αυτή είναι η ακριβότερη, η
λιγότερο ευέλικτη και η πιο πρόσφορη για πελατειακές σχέσεις. Το κόστος που
επιβαρύνει τους πολίτες, είτε μέσω της γενικής φορολογίας, είτε μέσω των
δημοτικών τελών, είτε μέσω ειδικών εισφορών όπως για την ΕΡΤ, είναι το
μεγαλύτερο δυνατό.
Ποιά είναι η εναλλακτική;
Το κράτος μπορεί, μέσω του υπουργείου
Υποδομών, να ενοικιάζει όπως οφείλει τις συχνότητες που αποτελούν δημόσια
περιουσία σε ιδιώτες, βάσει κανόνων που θα είναι γνωστοί εκ των προτέρων. Στη
συνέχεια, το υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να παραγγέλνει σε αυτούς τους ιδιώτες,
ή σε τρίτους, με τη διαδικασία του μειοδοτικού διαγωνισμού και με συγκεκριμένες
ποιοτικές και τεχνικές προδιαγραφές, την παραγωγή και εκπομπή του ραδιοφωνικού
και τηλεοπτικού προγράμματος που η αρμόδια επιτροπή που θα έχει συσταθεί κρίνει
απαραίτητο. Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να έχει ό,τι χαρακτήρα κρίνεται αναγκαίος:
εκπαιδευτικό, πολιτιστικό, ειδησεογραφικό, ψυχαγωγικό, οτιδήποτε.
Ο δημόσιος φορέας έτσι γλιτώνει όλα
τα κόστη και τις ανελαστικές δεσμεύσεις που αναφέραμε πιο πάνω και εξακολουθεί
να παρέχει το πρόγραμμα που επιθυμεί. Ο φορολογούμενος ωφελείται καθώς παύει η
δυνατότητα ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων και μειώνεται το κόστος της υπηρεσίας
που πληρώνει από την τσέπη του. Επίσης, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν
χάνονται θέσεις εργασίας, καθώς όπως είπαμε το έργο παράγεται, απλά, όχι από
δημοσίους υπαλλήλους.
Στην επιτροπή αυτή, που θα επιβλέπει
την παραγωγή του επιθυμητού προγράμματος με τη μέθοδο του outsourcing που
περιέγραψα, θα μπορούν να συμμετέχουν εξειδικευμένες προσωπικότητες ανάλογα με
τη θεματολογία, ώστε να γίνεται η μέγιστη δυνατή προσπάθεια για την παραγωγή
ποιοτικού τελικού προϊόντος.
Παραμένει πάντως το ερώτημα αν η
οποιαδήποτε επιτροπή του Δημοσίου μπορεί να κάνει πραγματικά την καλύτερη
δυνατή επιλογή σε θέματα ποιότητας. Τα αποτελέσματα των ενεργειών του Δημοσίου
τα υφιστάμεθα όλοι -εν ολίγοις, χρεοκοπήσαμε- και είναι απορίας άξιο πώς
μερικοί δείχνουν τόση μεγάλη εμπιστοσύνη στις επιλογές του ίδιου αυτού Δημοσίου
στον τομέα των ΜΜΕ. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι θα διάβαζαν μια κρατική εφημερίδα;
Σε τι θα διέφερε από το κρατικό ραδιόφωνο;
Χρησιμοποίησα το παράδειγμα των
κρατικών ή δημοτικών ΜΜΕ για να αναδείξω ότι το Δημόσιο μπορεί να παρέχει
κάποιες υπηρεσίες που θεωρούμε απαραίτητες, χωρίς να τις παράγει το ίδιο, αν
αυτό είναι συμφερότερο για τους φορολογούμενους πολίτες.
Το Δημόσιο ήδη χρησιμοποιεί αυτή τη
μέθοδο του outsourcing
σε μία σειρά από περιπτώσεις, όπως όταν αναθέτει την τήρηση του μητρώου
επιχειρήσεων ΓΕΜΗ στα επιμελητήρια αντί των Νομαρχιών (με μέτρια αποτελέσματα),
ή όταν μετατρέπει τον ΕΟΠΥΥ σε αγοραστή υπηρεσιών υγείας από την αγορά (με
αποτελέσματα που μένει να τα δούμε) και όταν αναθέτει σε ελεγκτικές εταιρίες
την έκδοση φορολογικών πιστοποιητικών για τις επιχειρήσεις (με καλά
αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα αλλά πάντως με σημαντική επιβάρυνση για τις
επιχειρήσεις).
Έτσι κι ένας Δήμος μπορεί,
διατηρώντας την εποπτεία και τον έλεγχο, να παρέχει για παράδειγμα την υπηρεσία
αποκομιδής των απορριμμάτων χρησιμοποιώντας ιδιώτη υπεργολάβο και να αναζητά
ιδιώτες συνεργάτες για τους παιδικούς σταθμούς, με την μέθοδο των κουπονιών
παιδείας, αν με αυτούς τους τρόπους η υπηρεσίες παρέχονται ποιοτικά και με
χαμηλότερο κόστος.
Κυρίως, το Δημόσιο μπορεί να αναθέσει σε εξειδικευμένους ιδιώτες κάτι που αενάως συζητάμε αλλά αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι: την αξιολόγηση των δομών και των ανθρώπων του.
(Δημοσιεύθηκε στην Athens Voice στις 11/3/2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου