Στη δίκη Φιλιππίδη μπορεί να μην υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για καταδίκη. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τη χλεύη, τα σεξιστικά υπονοούμενα, και, τελικά, την αμφισβήτηση του δικαιώματος στην καταγγελία.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: στη δίκη Φιλιππίδη, δεν μπορούμε εμείς να ξέρουμε με βεβαιότητα τι συνέβη ανάμεσα στον κατηγορούμενο και τις καταγγέλλουσες. Η δικαιοσύνη καλείται να αποφασίσει, βάσει τεκμηρίων, όχι συναισθημάτων, προκαταλήψεων, και λαϊκού περί δικαίου αισθήματος. Πρόκειται για μία υπόθεση «he said / she said», με ελλείψεις σε ιατροδικαστικά ευρήματα.
Αυτό όμως δεν δικαιολογεί ούτε το ύφος ούτε τα επιχειρήματα του εισαγγελέα. Καταρχήν, αμφισβήτησε την «ικανότητα» - αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η λέξη - του κατηγορουμένου να βιάσει, καθώς οι αναφορές του στην αδυναμία του κατηγορουμένου να έχει στύση ήταν συνεχείς κατά τη διάρκεια της δίκης: «...για να έρθει σε στύση κάτι πρέπει να έχει προηγηθεί», «ήταν 51 ετών, πώς ήρθε τόσο εύκολα σε στύση;», κ.α.. Αφού δεν είχε στύση (εκτός αν προκλήθηκε), δεν μπορεί να βίασε.
Όπως σωστά του απάντησε βέβαια ο Σπ. Μπιμπίλας, «Και μόνο με ένα βλέμμα μπορείς να έρθεις σε στύση…».
Η κορωνίδα ήταν το σχόλιο: «Εδώ στην Ελλάδα τα έχουμε κάνει όλα βιασμό. Αν κολλήσει κάτι γυμνό στο σώμα, αμέσως βιασμός. Εσείς σαν λαός πώς το βλέπετε;». Ναι, είναι βιασμός, και όχι επειδή έτσι το βλέπουμε αλλά επειδή το λέει ο νόμος: στην Ελλάδα, από το 2019, ο βιασμός ορίζεται με βάση την απουσία συναίνεσης, χωρίς να απαιτείται χρήση βίας ή απειλής (Νόμος 4619/2019, αρ. 336, παρ. 4). Παρόλα αυτά, το σύστημα δικαιοσύνης δείχνει να δυσκολεύεται να αφομοιώσει αυτή τη μετάβαση.
Όπως σωστά επεσήμανε η ψυχολόγος που κατέθεσε ως μάρτυρας της πρώτης καταγγέλλουσας, στον βιασμό «δεν είναι το θέμα η σεξουαλική πράξη, ζήτημα είναι η επιβολή της εξουσίας, αυτό είναι το κίνητρο και όχι η σεξουαλική συνεύρεση. Ότι επιβάλλεται σε έναν άλλο άνθρωπο. Εξουσία και σαν θέση, επιβάλλω τη θέλησή μου σε έναν άλλο άνθρωπο.» Αλλά ο εισαγγελέας αντέτεινε: «Δεν είναι ορμές το κίνητρο; Βλέπει μια ωραία γυναίκα και…» - λες και όλοι οι άντρες γίνονται βιαστές μόλις βλέπουν μία γυναίκα που τους αρέσει! Ντροπή!
Κι ακόμα, ο εισαγγελέας ειρωνευόταν συνεχώς τις καταγγέλλουσες: «Οι βιαστές ανοίγουν την πόρτα; Το ακούσαμε και αυτό…», «Είδα ότι έχει δυνατότητες και έχει ταλέντο η καταγγέλλουσα… », «Έχουμε ακούσει ότι τα πράγματα είναι δύσκολα στο χώρο…». Ντροπή!
Το δε επιχείρημα της καθυστερημένης καταγγελίας («δεν πήγε αμέσως στην αστυνομία», «δεν ενημέρωσε τους συγγενείς της») είναι το διαχρονικό εργαλείο αμφισβήτησης των θυμάτων. Ο ίδιος εισαγγελέας βέβαια είχε αμφισβητήσει μάρτυρα κατηγορίας που είχε πει ότι η καταγγέλλουσα τής είχε εκμυστηρευθεί το περιστατικό, λέγοντας: «Μετά από 4 χρόνια γνωριμίας σάς εκμυστηρεύεται και σε εσάς αυτό το τραυματικό γεγονός αν και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν τα κοινολογούν αυτά τα πράγματα…».
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα διεθνή δεδομένα λένε το εξής: οι περισσότερες γυναίκες δεν καταγγέλλουν. Κι αν αποφασίσουν να καταγγείλουν, πολλές το κάνουν με καθυστέρηση.
Σύμφωνα με το European Institute for Gender Equality, στην Ευρώπη, 1 στις 8 γυναίκες έχει υποστεί σεξουαλική βία, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, από πρόσωπο που δεν ήταν ο σύντροφός της, 1 στις 5 έχουν υποστεί σεξουαλική ή φυσική βία από τον σύντροφό τους ή άλλο μέλος του νοικοκυριού τους, αλλά μόλις 1 στις 8 έχουν καταγγείλει τα περιστατικά αυτά στην αστυνομία.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ειδικότερα στην Ελλάδα, το 36,5% των γυναικών 18-74 ετών έχουν υποστεί φυσική ή/και σεξουαλική βία από οποιονδήποτε θύτη, και το 42,6% έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά (το αναφέρουμε, καθώς εν προκειμένω οι σχέσεις των εμπλεκομένων ήταν στο πλαίσιο της εργασίας τους).
Η αγόρευση του εισαγγελέα ήταν αποτρεπτική για κάθε γυναίκα που σκέφτεται να καταγγείλει ένα τέτοιο περιστατικό. Όταν ένα θύμα ακούει πως αν δεν θυμάσαι τη μάρκα του αυτοκινήτου ή τα κολονάκια του οικοπέδου, δεν είσαι αξιόπιστη, όταν αμφισβητείται η σωματική αντίδρασή σου, το σοκ σου, η συμπεριφορά σου μετά, τότε το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: αν δεν είσαι το «τέλειο θύμα», καλύτερα μη μιλήσεις καθόλου.
❝ Το μήνυμα φαίνεται να είναι: αν δεν είσαι το «τέλειο θύμα»,
καλύτερα μη μιλήσεις καθόλου ❞
Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα και αλλού εστιάζει συχνά στην πιθανότητα οι καταγγελίες για βιασμό να είναι ψευδείς και στην επιθυμία των θυμάτων να αποσπάσουν κάποιο κέρδος από τον καταγγελλόμενο - οικονομικό ή άλλο. Στην πραγματικότητα, οι ψευδείς καταγγελίες για βιασμό είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου (ενδεικτικά, εδώ).
Δεν υπονοώ φυσικά ότι όλοι οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι, κάθε άλλο. Η αθωότητα κανενός κατηγορουμένου (ακόμα και αυτών που έχουν ομολογήσει) δεν αμφισβητείται μέχρι την οριστική καταδίκη. Αλλά αυτό που είναι ανεπίτρεπτο είναι η έλλειψη σεβασμού προς τη σοβαρότητα της καταγγελίας. Αρκεί ένα: «Τα περιστατικά, όπως περιγράφονται, είναι φρικτά. Όμως το δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να καταδικάσει». Χωρίς ειρωνεία για αμφισβητούμενες στύσεις, και «είναι βιαστής αυτός ή είναι μάγκας άντρας;».
Αν αυτό είναι το πρόσωπο της Δικαιοσύνης, τότε είναι λογικό που οι περισσότερες γυναίκες επιλέγουν τη σιωπή.
Athens Voice, 30/6/2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου