Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Το «μικρό» Δημόσιο και ο ελάχιστος ιδιωτικός τομέας

Ο ιδιωτικός τομέας στηρίζει με τους φόρους του το Δημόσιο.
«Στην Ελλάδα των μνημονίων, μόνο η Ελλάδα και μία άλλη χώρα από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ έχουν λιγότερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης».

Με αυτή την ασύντακτη δήλωσή του κατά τη δευτερολογία του στη Βουλή στις 5/6, ο πρωθυπουργός μάλλον ήθελε να πει ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν είναι πολύ μεγάλο ως προς το πλήθος των εργαζομένων της χώρας. Είναι όντως έτσι;


Σύμφωνα με τη Eurostat (οι χώρες που καλύπτει η Eurostat ανήκουν όλες στον ΟΟΣΑ), στην Ελλάδα στον στενό Δημόσιο τομέα (δημόσια διοίκηση, άμυνα, υγεία και παιδεία) εργάζεται το 8,3% του πληθυσμού, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 27 είναι στο 10,5%. Επομένως, ως προς το σύνολο του πληθυσμού, η χώρα μας απασχολεί λιγότερους δημοσίους υπαλλήλους από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. (2012).

Όμως, στην Ελλάδα σε κάθε 100 μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα αντιστοιχούν 58,4 εργαζόμενοι στο Δημόσιο, έναντι μόλις 41,1 για την υπόλοιπη Ευρώπη (Eurostat 2012). Δηλαδή, οι Έλληνες μισθωτοί του μικρού ιδιωτικού τομέα συντηρούν αναλογικά, με τους φόρους τους, πολύ περισσότερους εργαζόμενους του Δημοσίου. Επομένως, σε αντίθεση με αυτό που είπε ο πρωθυπουργός, ο δημόσιος τομέας είναι πολύ μεγάλος ως προς το σύνολο της μισθωτής απασχόλησης (που δεν περιλαμβάνει τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, οι οποίοι πάντως αναλογικά πληρώνουν πολύ λιγότερα). Οι ίδιοι ιδιωτικοί υπάλληλοι συντηρούν επίσης τους συνταξιούχους -2,8 εκατ.- και σε μεγάλο βαθμό τους αγρότες – περ. 500 χιλιάδες.

Αυτό, όπως είδαμε, δεν συμβαίνει επειδή στο Δημόσιο εργάζονται πολλοί, αλλά επειδή συνολικά στη χώρα η απασχόληση (άτομα που είτε εργάζονται, είτε αναζητούν εργασία) είναι πολύ χαμηλή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Eurostat, μόλις το 53,3% των ανθρώπων ηλικίας 20-64 ετών εργάζονται ή αναζητούν εργασία, έναντι 65,7% για τις χώρες του ΟΟΣΑ και 68,7% για το G7. Η θλιβερή αυτή κατάσταση δεν οφείλεται μόνο στην κρίση: τα ποσοστά απασχόλησης είναι διαχρονικά πολύ χαμηλά στη χώρα μας.

Αφού λοιπόν οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο δεν είναι τελικά τόσοι πολλοί ως προς το σύνολο του πληθυσμού, καλώς η κυβέρνηση κάνει προσλήψεις; Όχι, αντιθέτως, χρειάζεται να μειωθεί περαιτέρω το μέγεθος του Δημοσίου. Για δύο τουλάχιστον λόγους:

Πρώτον, για να αλλάξει το μείγμα των δεξιοτήτων. Γιατί δεν χρειαζόμαστε καθαρίστριες, αλλά νοσηλευτές. Γιατί δεν χρειαζόμαστε κλητήρες αλλά καταρτισμένους υπαλλήλους που θα ξέρουν να στέλνουν email. Γιατί οι δημόσιες υπηρεσίες είναι γεμάτες από ανθρώπους χωρίς πραγματικό αντικείμενο, ενώ κάποιοι σκοτώνονται στη δουλειά. Γιατί πολλές από τις εργασίες που γίνονται σήμερα «χειροκίνητα» μπορούν να γίνονται γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα με τη χρήση της τεχνολογίας. Γιατί η αναγκαία απλοποίηση πολλών διαδικασιών και η μείωση της γραφειοκρατίας συνεπάγεται μείωση προσωπικού. Γιατί η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών είναι πολύ κακή, και χρειάζεται αναδιάρθρωση και βελτίωση.

Και δεύτερον και κυριότερο, το μέγεθος του δημοσίου τομέα πρέπει να μειωθεί κι άλλο, γιατί οι φορολογούμενοι – δηλαδή κυρίως οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, καθώς οι άμεσοι φόροι και οι εισφορές των δημοσίων υπαλλήλων είναι λογιστικές εγγραφές – πληρώνουν υπέρογκους φόρους για να τον συντηρήσουν. Οι δαπάνες του ελληνικού Δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλές(46,9% το 2007, 54,0% το εκλογικό 2009 και 49,3% το 2014, σύμφωνα με τη Eurostat). Εν ολίγοις, το κράτος πρέπει να μειωθεί επειδή κοστίζει τόσο πολύ στην οικονομία, που απορροφά όλους τους διαθέσιμους πόρους, στερώντας τους από δραστηριότητες που θα οδηγούσαν στην ανάπτυξη.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στην 47 σελίδων πρότασή της προς την τρόικα δεν έφερε ούτε ένα μέτρο μείωσης των δαπανών, αλλά μόνο προτάσεις για περαιτέρω αύξηση της φορολογίας. Με αυτή την τακτική, ανάπτυξη δεν θα δούμε ποτέ.

Θα πρέπει, αντιθέτως, να ρωτάμε κάθε φορά, «γιατί αυτή τη συγκεκριμένη εργασία πρέπει να την κάνει το κράτος;» Υπάρχει τρόπος να καταργηθεί, ή να ανατεθεί στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να μην επιβαρύνεται ο φορολογούμενος με το κόστος, ή να επιβαρύνεται λιγότερο, ή να επιβαρύνεται μόνο ο χρήστης της υπηρεσίας; Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε όντως τα μουσικά σύνολα και τα πέντε κανάλια της ΕΡΤ, με διπλάσιους υπαλλήλους έναντι της ΝΕΡΙΤ; Χρειαζόμαστε μόνιμους υπαλλήλους για τον καθαρισμό των δημοσίων κτιρίων;

Ακόμα και όταν η απάντηση είναι θετική, σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει στη συνέχεια να αναρωτιόμαστε αν η συγκεκριμένη αυτή δραστηριότητα που θέλουμε να αναλαμβάνει το κράτος, είναι απαραίτητο να γίνεται σε καιρό κρίσης. Δηλαδή, μπορεί όντως να θέλουμε πέντε κρατικά κανάλια, αλλά μήπως μπορούμε να αναβάλουμε ή να αναστείλουμε το συγκεκριμένο κόστος, μέχρι να πάρει μπρος η οικονομία μας;

Σημαντικότερο από όλα όμως, είναι να αυξηθεί η απασχόληση στον (ανταγωνιστικό και εξωστρεφή) ιδιωτικό τομέα, σε επίπεδο πολύ υψηλότερο ακόμα και από αυτό πριν από την κρίση. Περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται και να παράγουν πλούτο. Στις πλουσιότερες βορειοευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στην αγορά εργασίας ξεπερνά το 75-80%. Και στην Ελλάδα, στόχος μας δεν πρέπει να είναι η αύξηση των εσόδων από την δεδομένη μικρή πίτα, όπως επιδιώκει η παρούσα κυβέρνηση και οι προηγούμενες, αλλά το μεγάλωμα της πίτας. Έτσι, τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν, αλλά χωρίς να αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Και μετά θα μπορούμε να χρηματοδοτούμε όχι μόνο τα μουσικά σύνολα, αλλά και τους μονίμους υπαλλήλους που θα κουρδίζουν τα πιάνα μια φορά το τρίμηνο και τους «συγγενείς α’ βαθμού των νεκρών της ΕΡΤ» που θα προσληφθούν «ώστε να αποδοθεί συμβολικά το μερίδιο του αγώνα που αντιστοιχεί στην κοινωνία».


Στοιχεία από το βιβλίο Greece. From exit to recovery?, των Th. Pelagidis, M. Mitsopoulos, (Brookings Institution Press, 2014), τη Eurostat και τον ΟΟΣΑ.


Athens Voice, 11/6/2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου