Σε πρόφτατο άρθρο αναφέρθηκα στις προτάσεις που
κατέθεσε στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ η κομμουνιστική τάση του κόμματος. Στον
σχολιασμό που ακολούθησε, κάποιοι επεσήμαναν ότι η τάση αυτή είναι πολύ
μειοψηφική μέσα στο κόμμα και ότι οι προτάσεις της ουδόλως εκφράζουν το σύνολο.
Ας δούμε λοιπόν την πολιτική απόφαση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, και κατά πόσο
αυτή, έστω, είναι ρεαλιστική και επίκαιρη. Όπως και την άλλη φορά, θα εστιάσω
στις προτάσεις για την οικονομία.
«Η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα αρχίζει από την εποχή των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Σημίτη», αναφέρεται στο κείμενο. Στη συνέχεια, στην ίδια μάλιστα παράγραφο, λέει ότι «τα χρόνια των μνημονίων χάθηκαν 850.000 θέσεις εργασίας που χρειάστηκαν για να δημιουργηθούν 17 χρόνια, με μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 4%». Δηλαδή, συμπεραίνουμε, τα χρόνια κατά τα οποία σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δημιουργήθηκαν 850.000 θέσεις εργασίας και η ανάπτυξη έτρεχε με 4% ετησίως. Σήμερα, που επίσης εφαρμόζονται νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αυτές οι θέσεις εργασίας εξαφανίζονται και έχουμε ύφεση. Βρείτε την αντίφαση!
Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι ουδέποτε εφαρμόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη χώρα μας, και σε καμία περίπτωση δεν εφαρμόζονται σήμερα. Με (μερική) εξαίρεση την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όλες οι κυβερνήσεις αύξαιναν το μέγεθος του κράτους, τον δανεισμό και τη φορολογία. Ταυτόχρονα, διατηρούσαν κλειστά πολλά επαγγέλματα και μοίραζαν προσόδους στα «δικά τους παιδιά/πελάτες», με τη μορφή αθρόων προσλήψεων στο δημόσιο, φόρων υπέρ τρίτων (π.χ. αγγελιόσημο), εγγυημένων εισοδημάτων (π.χ. υποχρεωτικές παρουσίες δικηγόρων σε μία σειρά πράξεων), χαριστικών ρυθμίσεων (π.χ. υποχρεωτικές δημοσιεύσεις ισολογισμών), πρόωρων συντάξεων και δεν συμμαζεύεται. Ακριβώς δηλαδή τα αντίθετα από αυτά που πρεσβεύουν τα κόμματα που χαρακτηρίζονται ως (νέο)φιλελεύθερα (Δράση, Φιλελεύθερη Συμμαχία): λιγότεροι φόροι, καλύτερο και όχι κομματικό κράτος, κοινωνική πρόνοια για τους πιο αδύναμους. Σήμερα, φτάσαμε στο σημείο πολλοί συμπολίτες μας να μην έχουν καν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας και να πρέπει να πληρώνουν από την τσέπη τους, ενώ ακόμα και ο Φρίντριχ Χάγιεκ ήταν υπέρ της παροχής από το κράτος προς τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας ενός ελαχίστου εισοδήματος και υπηρεσιών υγείας. Αυτό που υφιστάμεθα σήμερα δεν είναι (νέο)φιλελεύθερη πολιτική.
Ας επανέλθουμε όμως στον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση της αριστεράς θα πορευθεί «με στόχο την κατάργηση των μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης». Και αλλού: «Ακυρώνουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους. […] Πρώτο βήμα αποτελεί η αποκατάσταση στα προ του μνημονίου επίπεδα των εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του κατώτερου μισθού, της κατώτερης σύνταξης, του επιδόματος ανεργίας και των οικογενειακών επιδομάτων. Δεν θα αναγνωρίσουμε τις συνταγματικές και παράνομες ενέργειες της κυβέρνησης που οδήγησαν το τελευταίο διάστημα σε διαθεσιμότητα χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων και σε κατάργηση σημαντικών υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Στη δική μας προσέγγιση του δημόσιου ως μοχλού ανασυγκρότησης της χώρας όλοι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν έχουν ρόλο και θα επαναπροσληφθούν». Επίσης, θα ακυρωθούν όλες οι ιδιωτικοποιήσεις και η πώληση ακίνητης περιουσίας του κράτους από το ΤΑΙΠΕΔ.
Το πρόβλημα με αυτή τη θέση είναι ότι δεν είναι καθόλου ρεαλιστική. Στην προ των μνημονίων εποχή, το ελληνικό κράτος ξόδευε περίπου 20 δισ. ευρώ τον χρόνο περισσότερα από τα χρήματα που μάζευε μέσω των φόρων. Ακόμα και σήμερα, με τη φοροκαταιγίδα που υφιστάμεθα όλοι, το ελληνικό κράτος δεν καταφέρνει να μαζέψει όσα χρειάζεται για τις ανάγκες του, και γι αυτό δεν πληρώνει τους προμηθευτές του, δεν επιστρέφει τον ΦΠΑ, και συνεχίζει να αυξάνει τους φόρους.
Είναι πολύ ευχάριστα αυτά που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν προτείνει απολύτως καμία πηγή αντικατάστασης της χρηματοδότησης από την τρόικα για να τα εφαρμόσει. Είναι βέβαιο ότι αν η Ελλάδα σταματήσει την εφαρμογή του μνημονίου, θα σταματήσει αυτομάτως και η χρηματοδότησή της από τους δανειστές. Οι διεθνείς αγορές είναι έτσι κι αλλιώς πρακτικά κλειστές για το ελληνικό δημόσιο.
Μόνος τρόπος να βρεθεί χρήμα είναι η περαιτέρω αύξηση της φορολογίας. Πράγματι, τα «δημόσια έσοδα θα προέλθουν από τη φορολόγηση του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και της εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας». Αμήν.
«Η παραγωγή […] θα βασιστεί στον δημόσιο τομέα», αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στα σημεία όπου γίνεται ειδική αναφορά στους επιμέρους τομείς της οικονομίας, όπως τον τουρισμό και τη γεωργία, γίνεται λόγος για αναδιανομή των μεγάλων ιδιωτικών ιδιοκτησιών, «επανάκτηση των αναπτυξιακών εργαλείων υπό δημόσιο έλεγχο», «συμμετοχή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις» και «καθιέρωση θεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου». Και βεβαίως, το τραπεζικό σύστημα θα τεθεί «υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου» και θα δημιουργηθούν κι άλλες «δημόσιες τράπεζες ειδικού σκοπού, με αντικείμενο την αγροτική πίστη, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη».
Αυτές οι θέσεις δεν διαφέρουν ούτε στο ελάχιστο από όσα πρότεινε η κομμουνιστική τάση του κόμματος (η οποία όμως διαφοροποιείται ως προς το πολίτευμα και άλλα επιμέρους σημεία). Θυμίζω, μεταξύ άλλων: «διαγραφή του χρέους του ελληνικού κράτους», «ακύρωση με μια ενιαία νομοθετική πράξη των δανειακών συμβάσεων με την τρόικα, των Μνημονίων και όλων των μέτρων που επιβλήθηκαν από αυτά» και «βαριά φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο και τον πλούτο», «κοινωνικοποίηση των μοχλών της οικονομίας και κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό», κ.α..
Οι προτάσεις αυτές, αν εφαρμοστούν θα οδηγήσουν με βεβαιότητα στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ – που «δεν είναι φετίχ» - και πιθανώς και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό όμως δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο (απορρίφθηκε σχετική εισήγηση της Αριστερής Πλατφόρμας). Προβλέπεται ωστόσο το ανησυχητικό: «Θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε με οποιαδήποτε εξέλιξη, βέβαιοι ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει».
Η απόφαση του συνεδρίου αναφέρεται και σε άλλα σημαντικά θέματα. Κάποιες από τις προτάσεις, ιδίως για θέματα ισότητας, βίας κατά των γυναικών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μετανάστευσης, είναι ενδιαφέρουσες και προοδευτικές. Δυστυχώς όμως, εντάσσονται σε ένα γενικότερο μη ρεαλιστικό πλάνο. Και αυτό είναι κρίμα για τη χώρα, διότι αυτό που μας λείπει είναι ακριβώς μία ρεαλιστική δική μας πρόταση εξόδου από την κρίση, που θα αντικαταστήσει τα μνημόνια. Τα μνημόνια δεν είναι για πάντα και, κυρίως, δεν είναι πάντα σωστά – πολύ λιγότερο η εφαρμογή τους. Η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει ένα σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο, τρέχει κάθε φορά πριν από την έγκριση εκταμίευσης της επόμενης δόσης να ψηφίσει μέτρα επί δικαίων και αδίκων, χωρίς οργάνωση και, κυρίως, χωρίς πίστη για την αναγκαιότητά τους. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να διατηρήσει το παλαιό καθεστώς όσο μπορεί (βλ. διορισμός Παπουτσή στην Παγκόσμια Τράπεζα, προκήρυξη για τη νέα ΕΡΤ, κ.α.).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, είχε στο ιδρυτικό συνέδριό του μία μεγάλη ευκαιρία να παρουσιάσει ένα σοβαρό και πραγματοποιήσιμο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Δυστυχώς, δεν την εκμεταλλεύτηκε.
Υ.Γ. Στο σημείο όπου αναφέρεται στον αθλητισμό, η απόφαση αναφέρει ότι η κυβέρνηση της αριστεράς θα ενθαρρύνει τον μαζικό αθλητισμό «καταπολεμώντας […] τον πρωταθλητισμό»! Στις θέσεις για την εκπαίδευση αναφέρει ότι αυτή «δεν θα στηρίζεται στις εξετάσεις» και θα έχει «ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες». Ισοπέδωση προς τα κάτω και εξάλειψη της αριστείας δηλαδή.
Athens Voice, 30/7/2013
«Η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα αρχίζει από την εποχή των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Σημίτη», αναφέρεται στο κείμενο. Στη συνέχεια, στην ίδια μάλιστα παράγραφο, λέει ότι «τα χρόνια των μνημονίων χάθηκαν 850.000 θέσεις εργασίας που χρειάστηκαν για να δημιουργηθούν 17 χρόνια, με μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 4%». Δηλαδή, συμπεραίνουμε, τα χρόνια κατά τα οποία σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δημιουργήθηκαν 850.000 θέσεις εργασίας και η ανάπτυξη έτρεχε με 4% ετησίως. Σήμερα, που επίσης εφαρμόζονται νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αυτές οι θέσεις εργασίας εξαφανίζονται και έχουμε ύφεση. Βρείτε την αντίφαση!
Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι ουδέποτε εφαρμόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη χώρα μας, και σε καμία περίπτωση δεν εφαρμόζονται σήμερα. Με (μερική) εξαίρεση την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όλες οι κυβερνήσεις αύξαιναν το μέγεθος του κράτους, τον δανεισμό και τη φορολογία. Ταυτόχρονα, διατηρούσαν κλειστά πολλά επαγγέλματα και μοίραζαν προσόδους στα «δικά τους παιδιά/πελάτες», με τη μορφή αθρόων προσλήψεων στο δημόσιο, φόρων υπέρ τρίτων (π.χ. αγγελιόσημο), εγγυημένων εισοδημάτων (π.χ. υποχρεωτικές παρουσίες δικηγόρων σε μία σειρά πράξεων), χαριστικών ρυθμίσεων (π.χ. υποχρεωτικές δημοσιεύσεις ισολογισμών), πρόωρων συντάξεων και δεν συμμαζεύεται. Ακριβώς δηλαδή τα αντίθετα από αυτά που πρεσβεύουν τα κόμματα που χαρακτηρίζονται ως (νέο)φιλελεύθερα (Δράση, Φιλελεύθερη Συμμαχία): λιγότεροι φόροι, καλύτερο και όχι κομματικό κράτος, κοινωνική πρόνοια για τους πιο αδύναμους. Σήμερα, φτάσαμε στο σημείο πολλοί συμπολίτες μας να μην έχουν καν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας και να πρέπει να πληρώνουν από την τσέπη τους, ενώ ακόμα και ο Φρίντριχ Χάγιεκ ήταν υπέρ της παροχής από το κράτος προς τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας ενός ελαχίστου εισοδήματος και υπηρεσιών υγείας. Αυτό που υφιστάμεθα σήμερα δεν είναι (νέο)φιλελεύθερη πολιτική.
Ας επανέλθουμε όμως στον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση της αριστεράς θα πορευθεί «με στόχο την κατάργηση των μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης». Και αλλού: «Ακυρώνουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους. […] Πρώτο βήμα αποτελεί η αποκατάσταση στα προ του μνημονίου επίπεδα των εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του κατώτερου μισθού, της κατώτερης σύνταξης, του επιδόματος ανεργίας και των οικογενειακών επιδομάτων. Δεν θα αναγνωρίσουμε τις συνταγματικές και παράνομες ενέργειες της κυβέρνησης που οδήγησαν το τελευταίο διάστημα σε διαθεσιμότητα χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων και σε κατάργηση σημαντικών υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Στη δική μας προσέγγιση του δημόσιου ως μοχλού ανασυγκρότησης της χώρας όλοι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν έχουν ρόλο και θα επαναπροσληφθούν». Επίσης, θα ακυρωθούν όλες οι ιδιωτικοποιήσεις και η πώληση ακίνητης περιουσίας του κράτους από το ΤΑΙΠΕΔ.
Το πρόβλημα με αυτή τη θέση είναι ότι δεν είναι καθόλου ρεαλιστική. Στην προ των μνημονίων εποχή, το ελληνικό κράτος ξόδευε περίπου 20 δισ. ευρώ τον χρόνο περισσότερα από τα χρήματα που μάζευε μέσω των φόρων. Ακόμα και σήμερα, με τη φοροκαταιγίδα που υφιστάμεθα όλοι, το ελληνικό κράτος δεν καταφέρνει να μαζέψει όσα χρειάζεται για τις ανάγκες του, και γι αυτό δεν πληρώνει τους προμηθευτές του, δεν επιστρέφει τον ΦΠΑ, και συνεχίζει να αυξάνει τους φόρους.
Είναι πολύ ευχάριστα αυτά που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν προτείνει απολύτως καμία πηγή αντικατάστασης της χρηματοδότησης από την τρόικα για να τα εφαρμόσει. Είναι βέβαιο ότι αν η Ελλάδα σταματήσει την εφαρμογή του μνημονίου, θα σταματήσει αυτομάτως και η χρηματοδότησή της από τους δανειστές. Οι διεθνείς αγορές είναι έτσι κι αλλιώς πρακτικά κλειστές για το ελληνικό δημόσιο.
Μόνος τρόπος να βρεθεί χρήμα είναι η περαιτέρω αύξηση της φορολογίας. Πράγματι, τα «δημόσια έσοδα θα προέλθουν από τη φορολόγηση του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και της εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας». Αμήν.
«Η παραγωγή […] θα βασιστεί στον δημόσιο τομέα», αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στα σημεία όπου γίνεται ειδική αναφορά στους επιμέρους τομείς της οικονομίας, όπως τον τουρισμό και τη γεωργία, γίνεται λόγος για αναδιανομή των μεγάλων ιδιωτικών ιδιοκτησιών, «επανάκτηση των αναπτυξιακών εργαλείων υπό δημόσιο έλεγχο», «συμμετοχή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις» και «καθιέρωση θεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου». Και βεβαίως, το τραπεζικό σύστημα θα τεθεί «υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου» και θα δημιουργηθούν κι άλλες «δημόσιες τράπεζες ειδικού σκοπού, με αντικείμενο την αγροτική πίστη, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη».
Αυτές οι θέσεις δεν διαφέρουν ούτε στο ελάχιστο από όσα πρότεινε η κομμουνιστική τάση του κόμματος (η οποία όμως διαφοροποιείται ως προς το πολίτευμα και άλλα επιμέρους σημεία). Θυμίζω, μεταξύ άλλων: «διαγραφή του χρέους του ελληνικού κράτους», «ακύρωση με μια ενιαία νομοθετική πράξη των δανειακών συμβάσεων με την τρόικα, των Μνημονίων και όλων των μέτρων που επιβλήθηκαν από αυτά» και «βαριά φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο και τον πλούτο», «κοινωνικοποίηση των μοχλών της οικονομίας και κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό», κ.α..
Οι προτάσεις αυτές, αν εφαρμοστούν θα οδηγήσουν με βεβαιότητα στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ – που «δεν είναι φετίχ» - και πιθανώς και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό όμως δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο (απορρίφθηκε σχετική εισήγηση της Αριστερής Πλατφόρμας). Προβλέπεται ωστόσο το ανησυχητικό: «Θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε με οποιαδήποτε εξέλιξη, βέβαιοι ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει».
Η απόφαση του συνεδρίου αναφέρεται και σε άλλα σημαντικά θέματα. Κάποιες από τις προτάσεις, ιδίως για θέματα ισότητας, βίας κατά των γυναικών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μετανάστευσης, είναι ενδιαφέρουσες και προοδευτικές. Δυστυχώς όμως, εντάσσονται σε ένα γενικότερο μη ρεαλιστικό πλάνο. Και αυτό είναι κρίμα για τη χώρα, διότι αυτό που μας λείπει είναι ακριβώς μία ρεαλιστική δική μας πρόταση εξόδου από την κρίση, που θα αντικαταστήσει τα μνημόνια. Τα μνημόνια δεν είναι για πάντα και, κυρίως, δεν είναι πάντα σωστά – πολύ λιγότερο η εφαρμογή τους. Η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει ένα σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο, τρέχει κάθε φορά πριν από την έγκριση εκταμίευσης της επόμενης δόσης να ψηφίσει μέτρα επί δικαίων και αδίκων, χωρίς οργάνωση και, κυρίως, χωρίς πίστη για την αναγκαιότητά τους. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να διατηρήσει το παλαιό καθεστώς όσο μπορεί (βλ. διορισμός Παπουτσή στην Παγκόσμια Τράπεζα, προκήρυξη για τη νέα ΕΡΤ, κ.α.).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, είχε στο ιδρυτικό συνέδριό του μία μεγάλη ευκαιρία να παρουσιάσει ένα σοβαρό και πραγματοποιήσιμο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Δυστυχώς, δεν την εκμεταλλεύτηκε.
Υ.Γ. Στο σημείο όπου αναφέρεται στον αθλητισμό, η απόφαση αναφέρει ότι η κυβέρνηση της αριστεράς θα ενθαρρύνει τον μαζικό αθλητισμό «καταπολεμώντας […] τον πρωταθλητισμό»! Στις θέσεις για την εκπαίδευση αναφέρει ότι αυτή «δεν θα στηρίζεται στις εξετάσεις» και θα έχει «ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες». Ισοπέδωση προς τα κάτω και εξάλειψη της αριστείας δηλαδή.
Athens Voice, 30/7/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου