Η αύξηση της απασχόλησης των γυναικών στα επίπεδα των εταίρων μας την Ευρώπη είναι κλειδί για την ανάπτυξη της χώρας αλλά κανείς δεν μιλά γι αυτό!
Το πρόβλημα της απασχόλησης δεν μετριέται μόνο με τους δείκτες ανεργίας, τους οποίους συνηθίζουμε να κοιτάμε και που έχουν φτάσει σε επίπεδα δυσθεώρητα. Μετριέται και με το ποσοστό των ανθρώπων σε ηλικία κατάλληλη για εργασία (μέχρι 65 ετών) που όντως βρίσκονται στην αγορά, είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως άνεργοι σε αναζήτηση εργασίας. Στις οικονομικά ισχυρές χώρες, αυτό το ποσοστό αγγίζει ή ξεπερνά το 70% του ενεργού πληθυσμού (Γερμανία: 74%, Καναδάς 72,3%, Δανία 73%, ΗΠΑ 68,2%, με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το τρίτο τρίμηνο του 2014). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 ανέρχεται στο 65,1%, αλλά στην Ελλάδα είναι μόλις 49,7%. Μόνο ένας στους δύο! Η κατάσταση αυτή συγκρίνεται μόνο με την Τουρκία (49,2%) – όλες οι άλλες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων αυτών που πέρασαν κρίση και μνημόνια και έχουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, όπως π.χ. η Ισπανία (56%), βρίσκονται πολύ υψηλότερα.
Για τους άνδρες το ποσοστό στην Ελλάδα ανέρχεται στο 57,8%. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση για τις γυναίκες, όπου μεταξύ αυτών που είναι σε ηλικία κατάλληλη να εργαστούν, μόλις το 40% μετέχει σήμερα στην αγορά (είτε εργάζεται, είτε αναζητά εργασία). Τι συμβαίνει;
Γνώμη μου είναι ότι το πρόβλημα είναι δομικό. Έχουμε ένα ατελές κοινωνικό κράτος, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη από το σπίτι, και λαχαίνει στις γυναίκες - μητέρες, θείες, κόρες, γιαγιάδες - να καλύψουν τα κενά: σε κάθε οικογένεια, κάποια γυναίκα θα βρεθεί να κρατήσει τα παιδιά επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί και τα σχολεία κλείνουν νωρίς, κάποια γυναίκα θα αποσυρθεί σταδιακά από την αγορά για να περιθάλψει ηλικιωμένους συγγενείς, κάποια άλλη θα ξημεροβραδιάζεται στο νοσοκομείο επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί νοσηλευτές και νοσηλεύτριες. Οι γυναίκες αυτές, που παρέχουν αμισθί τις υπηρεσίες τους, είναι συχνά καταδικασμένες σε γηρατειά στην ανέχεια, καθώς δεν δικαιούνται δική τους σύνταξη. Έρχονται να προστεθούν σε αυτές που συνταξιοδοτούνται πρόωρα – και άρα με πολύ χαμηλές συντάξεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η φτώχεια στις μεγάλες ηλικίες είναι κυρίως γένους θηλυκού.
Δεν αναφέρομαι βεβαίως σε όσες επιλέγουν αυτή την οδό, αλλά σε αυτές που αναγκάζονται από τις συνθήκες να αποσυρθούν όταν δημιουργηθεί η ανάγκη για υπηρεσίες δυσεύρετες. Είναι πολλές, όπως οι ίδιες αναφέρουν σε σχετικές έρευνες, αλλά και όπως απεδείχθη τη δεκαετία του 1990, όταν η εισροή μεταναστριών που δέχθηκαν να απασχοληθούν σε αυτές τις (χαμηλά αμειβόμενες και συχνά χωρίς ασφάλιση) δουλειές, επέτρεψε στις Ελληνίδες να βγουν μαζικά στην αγορά εργασίας και να αυξήσουν το ποσοστό συμμετοχής τους κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Τριακόσιες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν στην Ελλάδα, αν η απασχόληση στον κλάδο των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας – όπου «παραδοσιακά» εργάζονται γυναίκες - φτάσει σε επίπεδα αντίστοιχα με τον μέσο όρο της Ευρώπης. Αν συνολικά η απασχόληση στη χώρα μας φτάσει σε όλους τους κλάδους στον μέσο όρο, τότε 1,2 εκατ. νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν – αυτό είναι το ισοζύγιο, καθώς θα χαθούν θέσεις από κάποιους τομείς στους οποίους σήμερα εργάζονται περισσότεροι άνθρωποι, όπως για παράδειγμα στη γεωργία, αλλά θα αντισταθμιστούν από αλλού. Από το σύνολο, άλλες 400 χιλ. θα προέλθουν από τη μεταποίηση και 150 χιλ. από τις κατασκευές. Είναι δε απολύτως ενδεικτικό των λόγων για τους οποίους φτάσαμε στην κρίση, το γεγονός ότι ειδικά στη μεταποίηση το έλλειμμα θέσεων εργασίας είναι τόσο μεγάλο: εκεί κυρίως βρίσκεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μίας χώρας, στην παραγωγή αγαθών και μάλιστα διεθνώς ανταγωνιστικών.
Ακόμα, από τα στοιχεία της Eurostat είναι προφανές και ότι η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν θα προέλθει από το (χρεοκοπημένο) Δημόσιο, αλλά κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Μένει να απαντηθεί το ερώτημα: πώς θα γίνει η αλλαγή;
Θα γίνει αν δώσουμε ώθηση στη μείωση των δαπανών του Δημοσίου, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι λίγοι διαθέσιμοι πόροι, όχι στη φορολογία (όσο το Δημόσιο δεν μειώνει τις δαπάνες του δεν μπορεί να μειωθεί η φορολογία), αλλά στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα με νέες επενδύσεις. Μόνο από εκεί μπορούν να προέλθουν οι απαραίτητες νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσουν νέο πλούτο: ένας άνθρωπος που εργάζεται, πληρώνει εισφορές και φόρους και καταναλώνει αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν άλλοι εργαζόμενοι, και που δεν έχουν λόγο ύπαρξης αν μένει στο σπίτι του.
Το Δημόσιο αυτό που πρέπει να κάνει είναι να διευκολύνει τη διαδικασία. Ως προς τις γυναίκες ειδικά, εστιάζοντας στη δημιουργία υποδομών που θα τις διευκολύνουν να μπουν στην αγορά εργασίας αν το επιθυμούν. Ως προς την αγορά συνολικά, θέτοντας κανόνες, χωρίς εξαιρέσεις για τους ισχυρούς, και μεριμνώντας ώστε να τηρούνται.
Lifo, 20/1/2014
Το πρόβλημα της απασχόλησης δεν μετριέται μόνο με τους δείκτες ανεργίας, τους οποίους συνηθίζουμε να κοιτάμε και που έχουν φτάσει σε επίπεδα δυσθεώρητα. Μετριέται και με το ποσοστό των ανθρώπων σε ηλικία κατάλληλη για εργασία (μέχρι 65 ετών) που όντως βρίσκονται στην αγορά, είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως άνεργοι σε αναζήτηση εργασίας. Στις οικονομικά ισχυρές χώρες, αυτό το ποσοστό αγγίζει ή ξεπερνά το 70% του ενεργού πληθυσμού (Γερμανία: 74%, Καναδάς 72,3%, Δανία 73%, ΗΠΑ 68,2%, με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το τρίτο τρίμηνο του 2014). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 ανέρχεται στο 65,1%, αλλά στην Ελλάδα είναι μόλις 49,7%. Μόνο ένας στους δύο! Η κατάσταση αυτή συγκρίνεται μόνο με την Τουρκία (49,2%) – όλες οι άλλες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων αυτών που πέρασαν κρίση και μνημόνια και έχουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, όπως π.χ. η Ισπανία (56%), βρίσκονται πολύ υψηλότερα.
Για τους άνδρες το ποσοστό στην Ελλάδα ανέρχεται στο 57,8%. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση για τις γυναίκες, όπου μεταξύ αυτών που είναι σε ηλικία κατάλληλη να εργαστούν, μόλις το 40% μετέχει σήμερα στην αγορά (είτε εργάζεται, είτε αναζητά εργασία). Τι συμβαίνει;
Γνώμη μου είναι ότι το πρόβλημα είναι δομικό. Έχουμε ένα ατελές κοινωνικό κράτος, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη από το σπίτι, και λαχαίνει στις γυναίκες - μητέρες, θείες, κόρες, γιαγιάδες - να καλύψουν τα κενά: σε κάθε οικογένεια, κάποια γυναίκα θα βρεθεί να κρατήσει τα παιδιά επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί και τα σχολεία κλείνουν νωρίς, κάποια γυναίκα θα αποσυρθεί σταδιακά από την αγορά για να περιθάλψει ηλικιωμένους συγγενείς, κάποια άλλη θα ξημεροβραδιάζεται στο νοσοκομείο επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί νοσηλευτές και νοσηλεύτριες. Οι γυναίκες αυτές, που παρέχουν αμισθί τις υπηρεσίες τους, είναι συχνά καταδικασμένες σε γηρατειά στην ανέχεια, καθώς δεν δικαιούνται δική τους σύνταξη. Έρχονται να προστεθούν σε αυτές που συνταξιοδοτούνται πρόωρα – και άρα με πολύ χαμηλές συντάξεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η φτώχεια στις μεγάλες ηλικίες είναι κυρίως γένους θηλυκού.
Δεν αναφέρομαι βεβαίως σε όσες επιλέγουν αυτή την οδό, αλλά σε αυτές που αναγκάζονται από τις συνθήκες να αποσυρθούν όταν δημιουργηθεί η ανάγκη για υπηρεσίες δυσεύρετες. Είναι πολλές, όπως οι ίδιες αναφέρουν σε σχετικές έρευνες, αλλά και όπως απεδείχθη τη δεκαετία του 1990, όταν η εισροή μεταναστριών που δέχθηκαν να απασχοληθούν σε αυτές τις (χαμηλά αμειβόμενες και συχνά χωρίς ασφάλιση) δουλειές, επέτρεψε στις Ελληνίδες να βγουν μαζικά στην αγορά εργασίας και να αυξήσουν το ποσοστό συμμετοχής τους κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Τριακόσιες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν στην Ελλάδα, αν η απασχόληση στον κλάδο των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας – όπου «παραδοσιακά» εργάζονται γυναίκες - φτάσει σε επίπεδα αντίστοιχα με τον μέσο όρο της Ευρώπης. Αν συνολικά η απασχόληση στη χώρα μας φτάσει σε όλους τους κλάδους στον μέσο όρο, τότε 1,2 εκατ. νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν – αυτό είναι το ισοζύγιο, καθώς θα χαθούν θέσεις από κάποιους τομείς στους οποίους σήμερα εργάζονται περισσότεροι άνθρωποι, όπως για παράδειγμα στη γεωργία, αλλά θα αντισταθμιστούν από αλλού. Από το σύνολο, άλλες 400 χιλ. θα προέλθουν από τη μεταποίηση και 150 χιλ. από τις κατασκευές. Είναι δε απολύτως ενδεικτικό των λόγων για τους οποίους φτάσαμε στην κρίση, το γεγονός ότι ειδικά στη μεταποίηση το έλλειμμα θέσεων εργασίας είναι τόσο μεγάλο: εκεί κυρίως βρίσκεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μίας χώρας, στην παραγωγή αγαθών και μάλιστα διεθνώς ανταγωνιστικών.
Ακόμα, από τα στοιχεία της Eurostat είναι προφανές και ότι η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν θα προέλθει από το (χρεοκοπημένο) Δημόσιο, αλλά κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Μένει να απαντηθεί το ερώτημα: πώς θα γίνει η αλλαγή;
Θα γίνει αν δώσουμε ώθηση στη μείωση των δαπανών του Δημοσίου, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι λίγοι διαθέσιμοι πόροι, όχι στη φορολογία (όσο το Δημόσιο δεν μειώνει τις δαπάνες του δεν μπορεί να μειωθεί η φορολογία), αλλά στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα με νέες επενδύσεις. Μόνο από εκεί μπορούν να προέλθουν οι απαραίτητες νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσουν νέο πλούτο: ένας άνθρωπος που εργάζεται, πληρώνει εισφορές και φόρους και καταναλώνει αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν άλλοι εργαζόμενοι, και που δεν έχουν λόγο ύπαρξης αν μένει στο σπίτι του.
Το Δημόσιο αυτό που πρέπει να κάνει είναι να διευκολύνει τη διαδικασία. Ως προς τις γυναίκες ειδικά, εστιάζοντας στη δημιουργία υποδομών που θα τις διευκολύνουν να μπουν στην αγορά εργασίας αν το επιθυμούν. Ως προς την αγορά συνολικά, θέτοντας κανόνες, χωρίς εξαιρέσεις για τους ισχυρούς, και μεριμνώντας ώστε να τηρούνται.
Lifo, 20/1/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου